ψυκτηρίδιον

ψυκτηρίδιον
τὸ, Α
υποκορ. ψυκτικό σκεύος κρασιού μικρού μεγέθους, ψυκτήριον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ξυστηρ-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυκτηρίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτηριδίῳ — ψυκτηρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτήριον — τὸ, Α [ψυκτήρ] 1. υποκορ. ψυκτηρίδιον* 2. στον πληθ. τὰ ψυκτήρια σκιεροί, δροσεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτήρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”